γουβιάζω

γουβιάζω
γούβιασα, γουβιασμένος
1. μτβ., βαθουλώνω, κοιλαίνω κάτι: Η βροχή γούβιασε το δρόμο.
2. αμτβ., γίνομαι κοίλος, βαθουλός: Γούβιασε το χώμα από το νερό που ρίξαμε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γουβιάζω — και γουβώνω [γούβα] 1. κοιλαίνω 2. κοιλαίνομαι …   Dictionary of Greek

  • κουφώνω — κούφωσα, κουφώθηκα, κουφωμένος 1. κοιλαίνω κάτι, το γουβιάζω. 2. κοιλαίνομαι, γουβιάζω: Κούφωσαν τα δόντια μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγούβιαστος — η, ο [γουβιάζω] ο άγουβος* …   Dictionary of Greek

  • γουβώνω — βλ. γουβιάζω …   Dictionary of Greek

  • γουβώνω — γούβωσα, γουβώθηκα, γουβωμένος, γουβιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιλαίνω — κοίλανα, κοιλάνθηκα, βαθουλώνω κάτι, το γουβιάζω: Κοίλανα το ξύλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”